- ανδραγάθημα
- τοηρωικό κατόρθωμα: Καυχιόταν πάντα για το ανδραγάθημά του εκείνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνδραγάθημα — brave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγάθημα — το (Α ἀνδραγάθημα) η γενναία πράξη, το κατόρθωμα … Dictionary of Greek
ἀνδραγαθημάτων — ἀνδραγάθημα brave neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασι — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασιν — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματα — ἀνδραγάθημα brave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματι — ἀνδραγάθημα brave neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματος — ἀνδραγάθημα brave neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek